- πλουτοκρατούμαι
- -έομαι, Αζω σε πλουτοκρατικό πολίτευμα, σε πολιτεία πλουτοκρατούμενη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κρατοῦμαι (πρβλ. ξενο-κρατούμαι, οικο-κρατούμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλουτοκρατία — η, ΝΑ [πλουτοκρατούμαι] 1. κυριαρχία τών ισχυρών τού πλούτου, ολιγαρχία που αποτελείται από πλουσίους 2. κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο οποίο η εξουσία ασκείται από την οικονομικά ισχυρή τάξη, από τους ισχυρούς τού πλούτου 3. η τάξη τών πλουσίων … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek